μουδέ

μουδέ
και μούδε
(σύνδ.) μηδέ («κιανένα για τη ζγουραφιά, μουδέ για τα γραμμένα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μούδε και μουδέ έχουν προέλθει με συμφυρμό από τα μηδέ + οὐδέ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μηδέ — και μήδε και μάιδε και μαϊδέ και μουδέ και μούδε (ΑΜ μηδέ, Μ και μήδε και μήδεν και μηδές και μοῡδε και μουδέν) (συμπλεκτικός σύνδεσμος που συνδέει κατά παράταξη δύο μέρη αρνητικής πρότασης ή ολόκληρες αρνητικές προτάσεις ή σπαν. και μετά από… …   Dictionary of Greek

  • εν — (I) (AM ἐν, Α ποιητ. τ. ἐνί, εἰν, εἰνί) πρόθ. (με δοτ.) Ι. (για τόπο) 1. μέσα, εντός («νήσω ἐν ἀμφιρύτῃ», Ομ. Οδ.) 2. δηλώνει τη στάση σε τόπο («εν Αθήναις») 3. με κύρια ή προσηγορικά ονόματα ελλειπτικά με παράλειψη ουσ. (δόμοις, οίκω, μεγάρω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”